κολυμβήθρα

κολυμβήθρα
Ανοιχτή δεξαμενή νερού, που κατά την αρχαιότητα χρησίμευε για λουτρό (κ. του Σιλωάμ) ή για κολύμβηση (κ. των αρχαίων ελληνικών γυμναστηρίων για την εκγύμναση των αθλητών)· ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή πισίνα. Στην Εκκλησία, κ. ονομάζεται το φορητό ιερό σκεύος, μέσα στο οποίο βαφτίζονται τα νήπια, σύμφωνα με το τυπικό της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συνήθως είναι κατασκευασμένη από χαλκό ή από ορείχαλκο και έχει σχήμα μεγάλου κρατήρα, που στηρίζεται σε ένα πόδι με μεγάλη βάση, ενώ είναι εξωτερικά διακοσμημένη με σταυρό. Υπάρχουν πολλές απόψεις σχετικά με την ερμηνεία του συμβολισμού του σκεύους· σύμφωνα με ορισμένους, απεικονίζει τον τάφο του Xριστού και κατ’ άλλους τον Ιορδάνη ποταμό, στα νερά του οποίου βαφτίστηκε ο Ιησούς, ή τις ιαματικές κ. της Παλαιστίνης.
* * *
και κολυμπήθρα, η (AM κολυμβήθρα)
ιερό σκεύος μέσα στο οποίο βαπτίζονται οι χριστιανοί
μσν.-αρχ.
1. δεξαμενή, στέρνα
2. βάπτισμα («δύναμιν τοῦ μυστηρίου τῆς κολυμβήθρας»)
αρχ.
1. λουτρό
2. βαρέλι για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμβώ + επίθημα -(ή)θρα (πρβλ. δακτυλ-ήθρα, ουρ-ήθρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κολυμβήθρα — κολυμβήθρᾱ , κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc/acc dual κολυμβήθρᾱ , κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθρᾳ — κολυμβήθρᾱͅ , κολυμβήθρα place for diving fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθρα — κολυμβήθρα, η και κολυμπήθρα, η ιερό σκεύος, μέσα στο οποίο βαφτίζονται οι χριστιανόπαιδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολυμβήθρας — κολυμβήθρᾱς , κολυμβήθρα place for diving fem acc pl κολυμβήθρᾱς , κολυμβήθρα place for diving fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθραι — κολυμβήθρᾱͅ , κολυμβήθρα place for diving fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθραν — κολυμβήθρᾱν , κολυμβήθρα place for diving fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβηθρῶν — κολυμβήθρα place for diving fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβῆθραι — κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθραις — κολυμβήθρα place for diving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”